τακτικός

τακτικός
-ή, -ό / τακτικός, -ή, -όν, ΝΜΑ, και ταχτικός, -ή, -ό, Ν [τάσσω]
νεοελλ.
1. αυτός που συμβαίνει κατά ορισμένο τρόπο ή σε ορισμένο χρόνο, σε αντιδιαστολή με τον έκτακτο (α. «κάθε απόγευμα κάνει τον τακτικό του περίπατο» β. «τακτική συνέλευση» γ. «τακτικά έξοδα»)
2. ο σταθερά ή κατά συνήθεια επαναλαμβανόμενος, συχνός, συνήθης (α. «δέχεται τακτικές επισκέψεις» β. «τακτικό φαινόμενο»)
3. (για πρόσ.) αυτός που έχει τάξη και ακρίβεια στην εργασία του, που είναι συνεπής στις υποχρεώσεις του (α. «είναι τακτικός μαθητής» β. «είναι τακτικός στις πληρωμές του»)
4. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην τακτική τού πολέμου (α. «τακτικός σχηματισμός» β. «τακτική οργάνωση»)
5. το αρσ. ως ουσ. ο τακτικός και ταχτικός
α) ο ειδικός στην τακτική τού πολέμου
β) (παλαιότερα) στρατιώτης τού τακτικού στρατού, ιδίως τού πεζικού («κλάψε με καημένη μάνα, που με 'γράψαν ταχτικό», δημ. τραγούδι)
6. το θηλ. ως ουσ. η τακτική, α) στρ. η τακτική τού πολέμου
β) τρόπος, μέθοδος ενέργειας ή συμπεριφοράς («δεν μού αρέσει η τακτική του»)
γ) (γενικά) η τάξη στη ζωή ενός ανθρώπου («δεν έχει τακτική στη ζωή του»)
7. το ουδ. ως ουσ. το τακτικό και ταχτικό
(παλαιότερα) ο στρατός και ιδίως το πεζικό
8. (το ουδ. στον πληθ. ως κύριο όν.) τα Τακτικά
α) εκκλ. συμβατική ονομασία τών Εκθέσεων Τάξεως ή Καταλόγων Τάξεως πρωτοκαθεδρίας τών πατριαρχικών, αρχιεπισκοπικών, μητροπολιτικών και επισκοπικών θρόνων τού Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως και άλλων πατριαρχείων τής Ανατολής, πολύ σημαντικά κείμενα εκκλησιαστικής γεωγραφίας που παρουσιάζουν την εξέλιξη τής εκκλησιαστικής δικαιοδοσίας κυρίως τού Οικουμενικού Πατριαρχείου
β) (βυζ.) τίτλος με τον οποίο είναι γνωστοί οι κατάλογοι τής ιεραρχίας τών πολιτικών, εκκλησιαστικών και στρατιωτικών αξιωματούχων τού Βυζαντίου
γ) (βυζ.) τίτλος τών εγχειριδίων στρατηγικής και τακτικής τών Βυζαντινών
9. φρ. α) «τακτικά αριθμητικά»
γραμμ. τα αριθμητικά επίθετα τα οποία δηλώνουν την τάξη, δηλαδή την κατάταξη ή τη θέση που κατέχει το προσδιοριζόμενο ουσιαστικό σε σχέση με μια σειρά από όμοιά του, όπως λ.χ. πρώτος, πέμπτος, δωδέκατος, πεντηκοστός, εκατοστός
β) «τακτική ακτίνα»
φυσ. η μία από τις δύο διαθλώμενες φωτεινές ακτίνες κατά το φαινόμενο τής διπλής διάθλασης, η οποία ακολουθεί τους νόμους τής διάθλασης, σε αντιδιαστολή με τη δεύτερη, η οποία λέγεται έκτακτη
γ) «τακτική τού πολέμου»
στρ. η τέχνη και η επιστήμη τής διεξαγωγής τής μάχης, που σχετίζονται με την προσπέλαση ή την προσέγγιση για συμπλοκή, τη διαθεσιμότητα και διάταξη τών στρατευμάτων, τη χρήση τών διαφόρων εξοπλισμών και την πραγματοποίηση τών κινήσεων για επίθεση ή άμυνα (α. «επιθετική τακτική» β. «αμυντική τακτική»)
δ) «τακτικός καθηγητής»
(παλαιότερα) τίτλος πανεπιστημιακού, σε αντιδιαστολή με τον έκτακτο
ε) «τακτικός στρατός» — οργανωμένος και μόνιμος στρατός, σε αντιδιαστολή με τα άτακτα τμήματα ενόπλων
αρχ.
1. αυτός που αρμόζει σε τάξη ή σε διάταξη
2. ο ικανός στο να παρατάσσει το στράτευμα, ιδίως σε πόλεμο
3. αυτός που δηλώνει τάξη ή διαδοχή
4. (γενικά) αυτός που κανονίζει, που ρυθμίζει, κανονιστικός («καὶ ὁδῷ εξευρετικόν τε καὶ τακτικὸν τῶν εἰς βίον αναγκαίων δογμάτων», Μάρκ. Αυρ.)
5. το αρσ. ως ουσ. α) αρχηγός τών εφήβων στη Θήβα
β) (στους Βαβυλωνίους) πρόεδρος
6. (το θηλ. στον εν. και το ουδ. πληθ. ως ουσ.) η τακτική (ενν. τέχνη) και τὰ τακτικά
η τέχνη τής παράταξης τού στρατού στη μάχη
7. (το ουδ. στον πληθ. ως κύριο όν.) Τακτικά
η τέχνη τής στρατιωτικής τακτικής
8. φρ. α) «τακτικὸς ἀνήρ» — ο έμπειρος στα στρατιωτικά (Ξεν.)
β) «τακτικὸν ἡγοῡμαί τι» — θεωρώ κάτι ως μέρος τής τακτικής, δηλαδή τής στρατιωτικής τέχνης (Ξεν.)
γ) «τακτικὸν ὑπόμνημα [ή σύγγραμμα]» — υπόμνημα [ή σύγραμμα] για την τακτική, δηλαδή τη στρατιωτική τέχνη (Αιλ.).
επίρρ...
τακτικώς και τακτικά και ταχτικά Ν
1. με την καθορισμένη ή την πρέπουσα τάξη
2. συχνά («μάς επισκέπτεται τακτικά»).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • τακτικός — fit for ordering masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τακτικός — ή, ό βλ. ταχτικός, ή, ό …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Αιλιανός Τακτικός — (Αelianus Tacticus, 1ος 2ος αι. μ.Χ.). Έλληνας, ίσως απελεύθερος, που ζούσε στη Ρώμη την εποχή του Αδριανού και έγραψε μια στρατιωτική Τακτική Ιστορία και βιβλίο Περί στρατηγικών ελληνικών τάξεων …   Dictionary of Greek

  • Αινείας ο Τακτικός — (4ος αι. π.Χ.). Συγγραφέας στρατιωτικών έργων. Είχε συγγράψει ένα μεγάλο βιβλίο με τον τίτλο Περί στρατηγικής υπομνήματα, όπου απαριθμούνται όλες οι προφυλάξεις που πρέπει να λαμβάνονται και όλα τα τεχνάσματα και στρατηγήματα που πρέπει να… …   Dictionary of Greek

  • Βίτων ο τακτικός — (αρχές 2ου αι. π.Χ.). Στρατιωτικός συγγραφέας που έγραψε το Περί κατασκευών πολεμικών οργάνων και καταπελτών, το οποίο σώθηκε σε επιτομή …   Dictionary of Greek

  • τακτικά — τακτικός fit for ordering neut nom/voc/acc pl τακτικά̱ , τακτικός fit for ordering fem nom/voc/acc dual τακτικά̱ , τακτικός fit for ordering fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τακτικῶν — τακτικός fit for ordering fem gen pl τακτικός fit for ordering masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τακτικόν — τακτικός fit for ordering masc acc sg τακτικός fit for ordering neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τακτικώτατον — τακτικός fit for ordering masc acc superl sg τακτικός fit for ordering neut nom/voc/acc superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τακτικαῖς — τακτικός fit for ordering fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”